διοξειῶν

διοξειῶν
διοξειῶν,
A v. ὀξύς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διοξειών — διοξειῶν, η και δι οξειῶν (Α) η συμφωνία υψηλών τόνων, η πέμπτη στη μουσική κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + γεν. οξειών (ενν. χορδών) τού θηλ. οξεία τού επιθ. οξύς*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”