διοξειῶν
Look at other dictionaries:
διοξειών — διοξειῶν, η και δι οξειῶν (Α) η συμφωνία υψηλών τόνων, η πέμπτη στη μουσική κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + γεν. οξειών (ενν. χορδών) τού θηλ. οξεία τού επιθ. οξύς*] … Dictionary of Greek
διοξειών — διοξειῶν, η και δι οξειῶν (Α) η συμφωνία υψηλών τόνων, η πέμπτη στη μουσική κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + γεν. οξειών (ενν. χορδών) τού θηλ. οξεία τού επιθ. οξύς*] … Dictionary of Greek